- μετρολογικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετρολογία2. φρ. «μετρολογικός συγγραφέας» — ο μετρολόγος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετρολογία ή/και μετρολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Σ. Α. Κουμανούδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.